χιονομετρία

χιονομετρία
η, Ν
(μετεωρ.) τεχνική που εφαρμόζεται από τους μετεωρολόγους για τη μέτρηση τών χιονοπτώσεων σε έναν δεδομένο τόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + -μετρία*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χιονομετρικός — ή, ό, Ν [χιονομετρία] (μετεωρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χίονομετρία και στο χιονόμετρο …   Dictionary of Greek

  • -μετρία — (Α μετρία) β συνθετικό πλήθους επιστημονικών ιδίως όρων που προήλθαν στην Αρχαία από ουσιαστικά σε μέτρης ή μετρος (βλ. λ. μέτρο). Οι νεώτεροι όροι είναι συνήθως αντιδάνειοι και στα δύο συνθετικά (ακτινο μετρία, πρβλ. γαλλ. actino metrie γωνιο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”